δημοχαρής: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_7) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημοχᾰρής''': -ές, ὁ ἀρέσκων εἰς τὸν λαόν, [[δημοτικός]]· μεταγεν.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 486. | |lstext='''δημοχᾰρής''': -ές, ὁ ἀρέσκων εἰς τὸν λαόν, [[δημοτικός]]· μεταγεν.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 486. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> de pers. [[grato al pueblo]] διὰ τίνας αἰτίας δημο[χ] α[ρῆ] ὄντ' αὐτὸν πάτ[ριο] ν ἂν ἠ[γό] ρε[υ] εν Ἐπίκουρος; Phld.<i>Epicur.Tract</i>.16.2, καὶ δημοχαρεῖς καὶ περιωνύμους ἀποδείκνυσιν Paul.Al.67.3<br /><b class="num">•</b>de anim. [[que gusta a la gente]] ἵπποι <i>ICil</i>.49B.6 (III/IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que busca el favor del pueblo]] ἄνθρωποι Ephr.Syr.3.450D, ὁ δὲ τῆς κενοδοξίας πλάνος δ. Nil.M.79.1121C. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A pleasing the people, popular, Paul.Al.N.2.
German (Pape)
[Seite 565] ές, das Volk erseeuend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημοχᾰρής: -ές, ὁ ἀρέσκων εἰς τὸν λαόν, δημοτικός· μεταγεν.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 486.
Spanish (DGE)
-ές
1 de pers. grato al pueblo διὰ τίνας αἰτίας δημο[χ] α[ρῆ] ὄντ' αὐτὸν πάτ[ριο] ν ἂν ἠ[γό] ρε[υ] εν Ἐπίκουρος; Phld.Epicur.Tract.16.2, καὶ δημοχαρεῖς καὶ περιωνύμους ἀποδείκνυσιν Paul.Al.67.3
•de anim. que gusta a la gente ἵπποι ICil.49B.6 (III/IV d.C.).
2 que busca el favor del pueblo ἄνθρωποι Ephr.Syr.3.450D, ὁ δὲ τῆς κενοδοξίας πλάνος δ. Nil.M.79.1121C.