διάζομαι: Difference between revisions
(6_5) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάζομαι''': ἀποθ., τοποθετῶ, τακτοποιῶ τὸν στήμονα εἰς τὸν ἱστὸν («ἐργαλειό»), [[ἀρχίζω]] νά [[ὑφαίνω]] (κοιν. «[[διάζομαι]]»), Νικοφ. Πανδωρ. 1· ἀντίθ., προφορεῖσθαι τὸν στήμονα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 4· -πρβλ. [[δίασμα]], ἄττομαι. | |lstext='''διάζομαι''': ἀποθ., τοποθετῶ, τακτοποιῶ τὸν στήμονα εἰς τὸν ἱστὸν («ἐργαλειό»), [[ἀρχίζω]] νά [[ὑφαίνω]] (κοιν. «[[διάζομαι]]»), Νικοφ. Πανδωρ. 1· ἀντίθ., προφορεῖσθαι τὸν στήμονα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 4· -πρβλ. [[δίασμα]], ἄττομαι. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[colocar la urdimbre en el telar]], [[comenzar el tejido]] ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς [[αὐτοῦ]] ref. a Sansón, LXX <i>Id</i>.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores</i> LXX <i>Is</i>.19.10, Sch.Ar.<i>Au</i>.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. [[ᾆσμα]].<br /><b class="num">2</b> fig. [[urdir]], [[configurar]] ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.<i>Ps</i>.138.13.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. sobre la r. que da lugar a [[ἄττομαι]] q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
A set the warp in the loom, i.e. begin the web, Nicopho5; opp. προφορεῖσθαι τὸν στήμονα, Sch.Ar.Av.4; cf. δίασμα: διέζετο (post διαείδεται) · διεσχίζετο, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διάζομαι: ἀποθ., τοποθετῶ, τακτοποιῶ τὸν στήμονα εἰς τὸν ἱστὸν («ἐργαλειό»), ἀρχίζω νά ὑφαίνω (κοιν. «διάζομαι»), Νικοφ. Πανδωρ. 1· ἀντίθ., προφορεῖσθαι τὸν στήμονα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 4· -πρβλ. δίασμα, ἄττομαι.
Spanish (DGE)
1 colocar la urdimbre en el telar, comenzar el tejido ὁ δ' ἐξυφαίνεθ' ἱστός, ὁ δὲ διάζεται Nicopho 13, καὶ ἐδιάσατο τοὺς ἑπτὰ βοστρύχους τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ref. a Sansón, LXX Id.16.14, οἱ διαζόμενοι los tejedores LXX Is.19.10, Sch.Ar.Au.4b, cf. Hsch.s.u. διήντετο, Sud.s.u. ᾆσμα.
2 fig. urdir, configurar ἐδιάσω με ἐν γαστρὶ μητρός μου Aq.Ps.138.13.
• Etimología: Comp. sobre la r. que da lugar a ἄττομαι q.u., c. -ζ- analóg. de los verbos en -ζω.