διασκέπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
(Bailly1_2)
(big3_11)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διασκέψομαι, <i>etc.</i><br />examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκέπτομαι]].
|btext=<i>f.</i> διασκέψομαι, <i>etc.</i><br />examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκέπτομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[mirar detenidamente]], [[inspeccionar]], [[examinar atentamente]] (οἶνον) E.<i>Cyc</i>.557, ἅπαντα ... καλῶς Ar.<i>Th</i>.687, τὰς ἐπιστολάς D.H.5.8, αὐτῶν μίαν (νῆσον) Philostr.<i>VA</i> 7.25<br /><b class="num">•</b>[[vigilar]] c. or. complet. διασκεψάμεναι μὴ ὁρῶνται ὑπό τινος X.<i>Cyn</i>.9.3.<br /><b class="num">2</b> [[considerar con cuidado]], [[estimar]], [[indagar]] νόμους Hdt.3.38, πάντα Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 22, τὸν λόγον Pl.<i>R</i>.351a, τὰ δίκαια X.<i>HG</i> 3.1.24, θάτερον μέρος Aristox.<i>Harm</i>.25.7, τὰ μέρη Ph.1.471, τά τ' ἄλλα περὶ ἐχθρῶν Plu.2.86c, c. interr. ind. περὶ ἧς εἰ φαύλως ἢ μὴ φαύλως Arist.<i>Pol</i>.1272<sup>a</sup>26, πῶς πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς τυγχάνουσιν ἔχοντες Anaximen.<i>Rh</i>.1436<sup>b</sup>18, πρὸς ἐμαυτὸν ... πῶς ἄν ... I.<i>AI</i> 11.334, cf. Phld.<i>Mus</i>.4.38.1, Gr.Naz.M.37.816A, <i>IEphesos</i> 1324.12 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. [[recapacitar]], [[reflexionar]] πρὸς ἑαυτόν Pl.<i>Chrm</i>.160e, (αὐτὰ) περὶ ὧν διεσκέπτετο μὴ παραλιπεῖν Plu.2.119b, ἐπέχειν δὲ ἔτι καὶ διασκέπτεσθαι Luc.<i>VH</i> 2.18, cf. <i>Vit.Auct</i>.27, <i>PLond</i>.1912.71 (I d.C.), S.E.<i>M</i>.7.10, <i>A.Andr.Gr</i>.46.8.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκέπτομαι Medium diacritics: διασκέπτομαι Low diacritics: διασκέπτομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: diasképtomai Transliteration B: diaskeptomai Transliteration C: diaskeptomai Beta Code: diaske/ptomai

English (LSJ)

   A = διασκοπέω, Luc.Vit.Auct.27, VH2.18.

German (Pape)

[Seite 602] dep. med., 1) genau betrachten, erwägen; Eur. Cycl. 554; λόγον Plat. Theaet. 168 e, u. öfter; πρὸς ἑαυτόν, bei sich, Charmid. 160 e; πάντα διεσκέφθαι, pass., Ar. Th. 687. – 2) sich rings umsehen, Xen. Cyn. 9, 3. – S. διασκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

διασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18.

French (Bailly abrégé)

f. διασκέψομαι, etc.
examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, σκέπτομαι.

Spanish (DGE)

1 mirar detenidamente, inspeccionar, examinar atentamente (οἶνον) E.Cyc.557, ἅπαντα ... καλῶς Ar.Th.687, τὰς ἐπιστολάς D.H.5.8, αὐτῶν μίαν (νῆσον) Philostr.VA 7.25
vigilar c. or. complet. διασκεψάμεναι μὴ ὁρῶνται ὑπό τινος X.Cyn.9.3.
2 considerar con cuidado, estimar, indagar νόμους Hdt.3.38, πάντα Hp.Acut.(Sp.) 22, τὸν λόγον Pl.R.351a, τὰ δίκαια X.HG 3.1.24, θάτερον μέρος Aristox.Harm.25.7, τὰ μέρη Ph.1.471, τά τ' ἄλλα περὶ ἐχθρῶν Plu.2.86c, c. interr. ind. περὶ ἧς εἰ φαύλως ἢ μὴ φαύλως Arist.Pol.1272a26, πῶς πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς τυγχάνουσιν ἔχοντες Anaximen.Rh.1436b18, πρὸς ἐμαυτὸν ... πῶς ἄν ... I.AI 11.334, cf. Phld.Mus.4.38.1, Gr.Naz.M.37.816A, IEphesos 1324.12 (VI d.C.)
abs. recapacitar, reflexionar πρὸς ἑαυτόν Pl.Chrm.160e, (αὐτὰ) περὶ ὧν διεσκέπτετο μὴ παραλιπεῖν Plu.2.119b, ἐπέχειν δὲ ἔτι καὶ διασκέπτεσθαι Luc.VH 2.18, cf. Vit.Auct.27, PLond.1912.71 (I d.C.), S.E.M.7.10, A.Andr.Gr.46.8.