δολοεργής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_7)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δολοεργής''': -ές, διὰ δόλου ἐργαζόμενος, Μανέθ. 4. 394· οὕτω, δολοεργός, όν, [[αὐτόθι]] 57, κτλ.
|lstext='''δολοεργής''': -ές, διὰ δόλου ἐργαζόμενος, Μανέθ. 4. 394· οὕτω, δολοεργός, όν, [[αὐτόθι]] 57, κτλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. no contr. -έα]<br />[[fraudulento]], [[doloso]] διὰ μοιχοσύνην δολοεργέα νυμφευθεῖσα Man.4.394.
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολοεργής Medium diacritics: δολοεργής Low diacritics: δολοεργής Capitals: ΔΟΛΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: doloergḗs Transliteration B: doloergēs Transliteration C: doloergis Beta Code: doloergh/s

English (LSJ)

ές,

   A working by fraud, Man.4.394:—also δολο-εργός, όν, ib.57, al.

German (Pape)

[Seite 655] ές, = folgdm, Man. 4, 394.

Greek (Liddell-Scott)

δολοεργής: -ές, διὰ δόλου ἐργαζόμενος, Μανέθ. 4. 394· οὕτω, δολοεργός, όν, αὐτόθι 57, κτλ.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [ac. no contr. -έα]
fraudulento, doloso διὰ μοιχοσύνην δολοεργέα νυμφευθεῖσα Man.4.394.