δομέω: Difference between revisions
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(Bailly1_2) |
(big3_12) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=construire.<br />'''Étymologie:''' [[δόμος]]. | |btext=construire.<br />'''Étymologie:''' [[δόμος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ind. sin aum. δόμησε Gr.Naz.M.37.922A; plusperf. sin aum. δεδόμητο I.<i>BI</i> 5.173]<br /><b class="num">1</b> [[construir]], [[edificar]] Hsch.s.u. δομέοντι, en v. pas. τεῖχος ... ἐφ' ὑψηλῷ λόφῳ δεδόμητο I.l.c., cf. <i>BI</i> 5.143, ἡ στέγη κοινὴ ... δεδομημένη I.<i>AI</i> 8.67, τοὺς τάφους ... ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένους Arr.<i>An</i>.7.22.2, πλίνθῳ ... καὶ γύψῳ δεδομημένα Zos.3.17, δομηθέντα τῷ θεῷ θυσιαστήρια Thdt.<i>Qu.in</i> 4<i>Re</i>.55 (p.239), en v. med. mismo sent. ἐπέγραφεν ὄνομα ... τὸ τῶν πρώτως δομησαμένων (τὰ δημόσια ἔργα) D.C.66.10.1<sup>a</sup>, ἵνα ... δομήσηται τὸν βωμόν Thdt.<i>Qu.in</i> 2<i>Re</i>.45 (p.121)<br /><b class="num">•</b>fig. en v. act. ἃ γὰρ χρόνος δόμησε Gr.Naz.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[colocar]], [[utilizar en construcción]] λίθοι τειχῶν εὖ δεδομημένοι Aristid.<i>Or</i>.25.64. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 655] = δέμω; Sp., wie Arr. An. 7, 22, 2; auch im med., Lycophr. 593.
Greek (Liddell-Scott)
δομέω: δέμω, παθ., λίθοι εὖ δεδομᾱμένοι Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 7. 22, 2· δεδόμηται Συλλ. Ἐπιγρ. 8730.
French (Bailly abrégé)
construire.
Étymologie: δόμος.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. sin aum. δόμησε Gr.Naz.M.37.922A; plusperf. sin aum. δεδόμητο I.BI 5.173]
1 construir, edificar Hsch.s.u. δομέοντι, en v. pas. τεῖχος ... ἐφ' ὑψηλῷ λόφῳ δεδόμητο I.l.c., cf. BI 5.143, ἡ στέγη κοινὴ ... δεδομημένη I.AI 8.67, τοὺς τάφους ... ἐν τοῖς ἕλεσι δεδομημένους Arr.An.7.22.2, πλίνθῳ ... καὶ γύψῳ δεδομημένα Zos.3.17, δομηθέντα τῷ θεῷ θυσιαστήρια Thdt.Qu.in 4Re.55 (p.239), en v. med. mismo sent. ἐπέγραφεν ὄνομα ... τὸ τῶν πρώτως δομησαμένων (τὰ δημόσια ἔργα) D.C.66.10.1a, ἵνα ... δομήσηται τὸν βωμόν Thdt.Qu.in 2Re.45 (p.121)
•fig. en v. act. ἃ γὰρ χρόνος δόμησε Gr.Naz.l.c.
2 colocar, utilizar en construcción λίθοι τειχῶν εὖ δεδομημένοι Aristid.Or.25.64.