δυσδιάβατος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσδιάβᾰτος''': -ον, δυσκόλως διαβαινόμενος, δυσκολοπέραστος, [[τόπος]], [[ῥεῦμα]] Πολύβ. 1. 39, 13, Διόδ. 17. 93. | |lstext='''δυσδιάβᾰτος''': -ον, δυσκόλως διαβαινόμενος, δυσκολοπέραστος, [[τόπος]], [[ῥεῦμα]] Πολύβ. 1. 39, 13, Διόδ. 17. 93. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[infranqueable]] πεδίον X.<i>An</i>.6.5.19 (cód.), Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.14.46, ποταμοί Aen.Tact.8.1, D.C.55.20.7, τόποι Plb.1.39.13, ῥεῦμα D.S.17.93, [[ἕλη]] D.C.40.34.1, <i>Epit</i>.8.9.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to get through, ποταμός Aen.Tact.8.1, cf. X. An.6.5.19; τόποι Plb.1.39.13; ῥεῦμα D.S.17.93.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu passiren; τόπος Pol. 1, 39, 13; ζεῦγμα D. Sic. 17, 93.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάβᾰτος: -ον, δυσκόλως διαβαινόμενος, δυσκολοπέραστος, τόπος, ῥεῦμα Πολύβ. 1. 39, 13, Διόδ. 17. 93.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atravesar, infranqueable πεδίον X.An.6.5.19 (cód.), Gr.Thaum.Pan.Or.14.46, ποταμοί Aen.Tact.8.1, D.C.55.20.7, τόποι Plb.1.39.13, ῥεῦμα D.S.17.93, ἕλη D.C.40.34.1, Epit.8.9.6.