ζεῦγμα
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
-ατος, τό, (ζεύγνυμι)
A that which is used for joining, band, bond, τὸ ζ. τοῦ λιμένος the barrier of ships moored across the mouth of the harbour, Th.7.69, cf. 70, D.S.13.14:—written ζεογμα, Rev.Phil.50.70 (Didyma, ii B.C.).
2 bridge of boats, AP9.147 (Antag.); τὰ ζ. τῶν ποταμῶν D.H.9.31, cf. Plu.2.174e, etc.; pier or platform formed by lashing several vessels together, Plb.3.46.2, Plu.Marc.14, 15.
3 canal-lock, PPetr.2p.123, 3p.210 (iii B.C.): metaph., ζεύγματ' ἀνάγκης the bonds of necessity, E.IA443.
II Gramm., zeugma, a figure of speech, wherein two subjects are used jointly with the same predicate, which strictly belongs only to one, Alex. Fig.2.17.
German (Pape)
[Seite 1137] τό, Verbindung, Joch; ἀνάγκης Eur. I. A. 443; λιμένος, Hafensperre, Thuc. 7, 70; vgl. D. Sic. 13, 14; Schiffbrücke, Pol. 3, 46, 2; τῶν ποταμῶν D. Hal. 9, 31; a. Sp. Auch ein aus mehreren Kähnen gemachtes großes Fahrzeug, Plut. Marc. 14. 15; ein Floß, Polyaen. 4, 3, 9; Kelle, 5, 22, 2. – Bei den Gramm. die Figur, daß ein Prädikat zu mehreren Subjecten construirt wird, welches sich eigtl. nur auf eins derselben bezieht.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 joug (de la nécessité);
2 lien en gén. ; ce qui sert à relier, particul. pont de bateau;
3 barrage qui ferme l'entrée d'un port.
Étymologie: ζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζεῦγμα -ατος, τό [ζεύγνυμι] verbinding; van schepen die zij aan zij worden gelegd scheepsbrug; ook als versperring. τὸ ζεῦγμα τοῦ λιμένος de schepen die zij aan zij gelegen de haven versperren Thuc. 7.69.4. overdr. juk:. ἀνάγκης ζ. het juk van onvermijdelijkheid Eur. IA 443.
Russian (Dvoretsky)
ζεῦγμα: ατος τὸ
1 досл. иго, ярмо, перен. pl. путы (ζεύγματα ἀνάγκης Eur.);
2 связь, соединение (νεῶν ὀκτώ Plut.);
3 (тж. κατασκευὴ τοῦ ζεύγματος Polyb.) перемычка, понтонный мост (ζ. τοῦ Ἴστρου Plut.);
4 заграждение из поставленных вплотную судов (ζ. τοῦ λιμένος Thuc.);
5 грам. зевгма (разновидность брахилогии, состоящая в подчинении одному члену предложения ряда других, из которых лишь один может по смыслу или по форме находиться в таком подчинении, напр.: ἐπεὶ τυφλὸς τά τ᾽ ὦτα, τόν τε νοῦν, τά τ᾽ ὄμματα εἶ Soph. поскольку ты слеп и ушами, и разумом, и глазами, ср. лат. vita minis aut blandimentis corrupta Cic.).
Greek Monolingual
το (AM ζεῡγμα) ζεύγνυμι
κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος
2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» — φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο του λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος
β) «ζεύγμα ποταμού» — πρόχειρη κινητή γέφυρα από πλωτά μέσα
3. βραχυλογικό σχήμα λόγου, κατά το οποίο δεν επαναλαμβάνεται μια λέξη και συμπληρώνεται νοερά από άλλο γραμματικό της τύπο, από συνώνυμο ή λέξη σχετικής σημασίας (α. «διέταξε προέλαση και να συνεχίσει να βάλλει το πυροβολικό» — διέταξε προέλαση και συνέχιση της βολής ή διέταξε να προελάσουν και να συνεχίσουν τη βολή
β. «Θέτις μὲν εἰς ἅλα ἅλτο Ζεὺς δὲ ἐὸν πρὸς δῶμα» — η Θέτις πήδησε στη θάλασσα κι ο Δίας πήγε) στο δώμα του
νεοελλ.
συρματόσχοινο που ενώνει τις δύο όχθες διώρυγας ή ποταμού και χρησιμεύει ως χειραγωγός πορθμείου
αρχ.
1. αποβάθρα από ενωμένες σχεδίες ή πλοία
2. φράγμα νερού, υδατοφράκτης
3. μτφ. καταπίεση, στενοχώρια («ἀνάγκης ζεύγματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
ζεῦγμα: -ατος, τό (ζεύγνυμι),
1. αυτό που χρησιμοποιείται για να συνενώνει ποικίλα αντικείμενα, σύνδεσμος· τὸζεῦγμα τοῦ λιμένος, φράγμα που σχηματίζουν τα πλοία που έχουν αγκυροβολήσει στο λιμάνι, όταν αγκυροβολούν σ' αυτό, σε Θουκ.·
2. γέφυρα που σχηματίζεται από πλοία, σε Ανθ.· αποβάθρα που αποτελείται από τη σύνδεση πολλών πλοίων μεταξύ τους, σε Πλούτ.
3. μεταφ., ζεύγματ' ἀνάγκης, τα δεσμά της ανάγκης, οι στενοχώριες που προκαλεί η ανάγκη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ζεῦγμα: τὸ, (ζεύγνυμι) ὅ, τι χρησιμεύει πρὸς σύνδεσμον, δεσμὸς, τὸ ζ. τοῦ λιμένος, ὁ φραγμὸς τῶν πλοίων κατὰ πλάτος τοῦ στομίου τοῦ λιμένος, Θουκ. 7. 69, 70 (πρβλ. 59), Διόδ. 13. 14· πρβλ. τόξευμα. 2) γέφυρα ἐκ πλοίων, Σιμων. (;) ἐν Ἀνθ. Π. 9. 147· τὰ ζεύγματα τῶν ποταμῶν Διον. Ἁλ. 9. 31, πρβλ. Πλούτ. 2. 174Ε, κτλ..· - ἀποβάθρα σχηματιζομένη διὰ τῆς συνδέσεως πολλῶν πλοίων, Πολύβ. 3. 46, 2, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14, 15. 3) μεταφ., ζεύγματ’ ἀνάγκης, αἱ στενοχωρίαι τῆς ἀνάγκης, Εὐρ. Ι. Α. 443. ΙΙ. παρὰ Γρμμ., σχῆμα λόγου, καθ’ ὃ δύο ὑποκείμενα συνάπτονται μετὰ τοῦ αὐτοῦ κατηγορουμένου, ὅπερ κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ ἕτερον τῶν ὑποκειμένων, ὡς ἐν Ἰλ. Α. 533, ἔνθα τὸ ἔβη δέον νὰ νοηθῆ εἰς τὸ Ζεύς· πρβλ. σύλληψις.
Middle Liddell
ζεῦγμα, ατος, τό, ζεύγνυμι
1. that which is used for joining, a band, bond, τὸ ζ. τοῦ λιμένος the barrier of ships moored across the harbour, Thuc.:— a bridge of boats, Anth.:— a platform formed by lashing several vessels together, Plut.
2. metaph., ζεύγματ' ἀνάγκης the bonds of necessity, Eur.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
claustra, barrier, blockage, 7.69.4, 7.70.2. 7.70.2 [praeterea vulgo moreover in the common texts 7.30.2, ubi nunc where now τοξεύματος.]