ἐγκαθείργω: Difference between revisions
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(6_23) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκαθείργω''': καὶ -γνῦμι: μέλλ. -ξω, [[ἐγκλείω]], [[περιορίζω]], [[κατακλείω]], Πλούτ. 2. 951Β. | |lstext='''ἐγκαθείργω''': καὶ -γνῦμι: μέλλ. -ξω, [[ἐγκλείω]], [[περιορίζω]], [[κατακλείω]], Πλούτ. 2. 951Β. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -κατ- Agath.1.11.5<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [pas. ind. fut. 1<sup>a</sup> plu. ἐγκατειρχθησόμεθα <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.34]<br /><b class="num">1</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] τὴν γυναῖκα ... ἐγκαθείρξας I.<i>BI</i> 1.54, ἐκέλευσε δήσαντας αὐτὸν ἐγκαθεῖρξαί τινι οἰκήματι σκοτεινῷ X.Eph.2.6.5, τοὺς δυσμενεῖς Agath.l.c., ἐν τοῖς σπηλαίοις τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντες Pall.<i>H.Laus</i>.58.1, en v. pas. ἀκοντίσαι τοὺς ἐγκαθειργμένους I.<i>AI</i> 17.178, αἰκισμοῖς πολλοῖς ... ἡμᾶς κατέστησεν ... ἐγκαθειργμένους <i>PMasp</i>.2.2.6 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas., c. suj. de cosa o abstr. [[quedar encerrado o atrapado dentro]] πνεῦμα δὲ ἐγκατειρχθὲν τὰ πάντα σείσῃ Aret.<i>SA</i> 1.5.7, πῦρ ... ἐν τῇσι κοιλίῃσι ἀμφοῖν ἐγκαθειργμένον Aret.<i>SA</i> 2.8.5, del alma dentro del cuerpo: ὅ τι θεοειδέστατον ... ἐγκαθειργμένον Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.2.33, εἰς ἄτιμα ... σκηνώματα <i>Corp.Herm.Fr</i>.l.c., τὴν ψυχὴν ἔχων ... ἐγκαθειργμένην en el cuerpo, Iul.<i>Or</i>.7.206b.<br /><b class="num">2</b> [[constreñir]], [[contener]] φορβειᾷ ... τοῦ πνεύματος τὸ ῥαγδαῖον ἐγκαθεῖρξε Plu.2.456c, τοῖς αἰσθητοῖς τὸν νοῦν ἐγκαθείρξαντες limitando la conciencia a (el testimonio de) los sentidos</i> Thdt.M.83.560B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
and ἐγκάθ-γνῡμι,
A shut up, enclose, ib.5.1.2; φορβείᾳ τὸ ῥαγδαῖον Plu.2.456c:— Pass., ib.951b, Jul.Or.7.206b:—also ἐγκατείργω, Agath.1.11, al.:— Pass., Aret.SA1.5, Herm. ap. Stob.1.49.44.
German (Pape)
[Seite 703] darin einschließen; οἰκήματι σκοτεινῷ Xen. Eph. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθείργω: καὶ -γνῦμι: μέλλ. -ξω, ἐγκλείω, περιορίζω, κατακλείω, Πλούτ. 2. 951Β.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -κατ- Agath.1.11.5
• Morfología: [pas. ind. fut. 1a plu. ἐγκατειρχθησόμεθα Corp.Herm.Fr.23.34]
1 encerrar, aprisionar τὴν γυναῖκα ... ἐγκαθείρξας I.BI 1.54, ἐκέλευσε δήσαντας αὐτὸν ἐγκαθεῖρξαί τινι οἰκήματι σκοτεινῷ X.Eph.2.6.5, τοὺς δυσμενεῖς Agath.l.c., ἐν τοῖς σπηλαίοις τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντες Pall.H.Laus.58.1, en v. pas. ἀκοντίσαι τοὺς ἐγκαθειργμένους I.AI 17.178, αἰκισμοῖς πολλοῖς ... ἡμᾶς κατέστησεν ... ἐγκαθειργμένους PMasp.2.2.6 (VI d.C.)
•en v. pas., c. suj. de cosa o abstr. quedar encerrado o atrapado dentro πνεῦμα δὲ ἐγκατειρχθὲν τὰ πάντα σείσῃ Aret.SA 1.5.7, πῦρ ... ἐν τῇσι κοιλίῃσι ἀμφοῖν ἐγκαθειργμένον Aret.SA 2.8.5, del alma dentro del cuerpo: ὅ τι θεοειδέστατον ... ἐγκαθειργμένον Gr.Thaum.Pan.Or.2.33, εἰς ἄτιμα ... σκηνώματα Corp.Herm.Fr.l.c., τὴν ψυχὴν ἔχων ... ἐγκαθειργμένην en el cuerpo, Iul.Or.7.206b.
2 constreñir, contener φορβειᾷ ... τοῦ πνεύματος τὸ ῥαγδαῖον ἐγκαθεῖρξε Plu.2.456c, τοῖς αἰσθητοῖς τὸν νοῦν ἐγκαθείρξαντες limitando la conciencia a (el testimonio de) los sentidos Thdt.M.83.560B.