ἐγκυβιστάω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_23) |
(big3_13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκῠβιστάω''': κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν [[ἐντός]] τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει [[κύβος]]. | |lstext='''ἐγκῠβιστάω''': κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν [[ἐντός]] τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει [[κύβος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tirarse de cabeza]] c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.<br /><b class="num">2</b> [[precipitarse]], [[lanzarse]], [[meterse de lleno]] fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.<i>Ep</i>.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.<i>Io.Bapt</i>.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
A plunge headlong into, πράγμασιν Suid. s.v. κύβος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠβιστάω: κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν ἐντός τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει κύβος.
Spanish (DGE)
1 tirarse de cabeza c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.Mirac.Thecl.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.
2 precipitarse, lanzarse, meterse de lleno fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.Ep.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.Io.Bapt.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.