ἐγκέντρισις: Difference between revisions
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(6_8) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκέντρισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐγκεντρίζειν, ἐμβολιάζειν, ἐμβολίασμα τῶν δένδρων, Ἰουλιαν. σ. 34· [[οὕτως]], ἐγκεντρισμός, ὁ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 2, Γεωπ. 4. 12. | |lstext='''ἐγκέντρισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐγκεντρίζειν, ἐμβολιάζειν, ἐμβολίασμα τῶν δένδρων, Ἰουλιαν. σ. 34· [[οὕτως]], ἐγκεντρισμός, ὁ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 2, Γεωπ. 4. 12. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />bot. [[injerto]] ἀλληλούχοις ἐγκεντρίσεσιν Iul.<i>Ep</i>.180.391d. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A inoculation or grafting of trees, Colum. 3.9.6, Jul.Ep.180 (pl.).
German (Pape)
[Seite 707] ἡ, das Pfropfen der Bäume, Columell. 3, 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέντρισις: -εως, ἡ, τὸ ἐγκεντρίζειν, ἐμβολιάζειν, ἐμβολίασμα τῶν δένδρων, Ἰουλιαν. σ. 34· οὕτως, ἐγκεντρισμός, ὁ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 2, Γεωπ. 4. 12.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
bot. injerto ἀλληλούχοις ἐγκεντρίσεσιν Iul.Ep.180.391d.