ἐθειράς: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(6_4) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθειράς''': -άδος, ἡ, = [[ἔθειρα]], παλαιὰ γραφ. ἐν Ὀδ. Π. 176, ἀντὶ γενειάδες, ἴδε Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 34. | |lstext='''ἐθειράς''': -άδος, ἡ, = [[ἔθειρα]], παλαιὰ γραφ. ἐν Ὀδ. Π. 176, ἀντὶ γενειάδες, ἴδε Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 34. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-άδος, ἡ<br />[[pelo]] κεφαλῆς ἔφρισσον ἐθειράδες <i>AP</i> 2.1.235 (Christod.); ἐθειράδες como barbas</i> l. a <i>Od</i>.16.176 en Sch.Theoc.1.34b. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = ἔθειρα, an old reading in Od.16.176, for γενειάδες, cf. Sch. Theoc.1.34.
German (Pape)
[Seite 718] άδος, ἡ, bei Homer einmal, als var. lect. Odyss. 16, 176, vom Barte des Odysseus, κυάνεαι δ' ἐγένοντο ἐθειράδες ἀμφὶ γένειον, bessere Lesart γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἐθειράζοντες: κομῶντες τὰς τρίχας, οὐ γενειῶντες, ὥς τινες· ἔθειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς θρίξ· ὅθεν Ἀριστοτέλης ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, οὐκ ἐθειράδες. Für Ἀριστοτέλης schreibt Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 41. 115 Ἀρίσταρχος, gewiß mit Recht.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθειράς: -άδος, ἡ, = ἔθειρα, παλαιὰ γραφ. ἐν Ὀδ. Π. 176, ἀντὶ γενειάδες, ἴδε Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 34.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
pelo κεφαλῆς ἔφρισσον ἐθειράδες AP 2.1.235 (Christod.); ἐθειράδες como barbas l. a Od.16.176 en Sch.Theoc.1.34b.