ἐκλέπισις: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(6_8) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλέπισις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ κελύφους: ἡ [[ἐκκόλαψις]], Σουΐδ. ἐν λέξει [[νεοττεία]]. | |lstext='''ἐκλέπισις''': -εως, ἡ, ἡ [[ἀφαίρεσις]] τοῦ κελύφους: ἡ [[ἐκκόλαψις]], Σουΐδ. ἐν λέξει [[νεοττεία]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[eclosión]] νεοττεία· ἡ ἐ. τῶν ὠῶν <i>Anecd.Ludw</i>.213.14, cf. Sud.s.u. νεοττεία. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A taking off the shell: hatching, Suid.s.v. νεοττεία.
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, das Abschälen, das Ausbrüten der Eier, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλέπισις: -εως, ἡ, ἡ ἀφαίρεσις τοῦ κελύφους: ἡ ἐκκόλαψις, Σουΐδ. ἐν λέξει νεοττεία.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
eclosión νεοττεία· ἡ ἐ. τῶν ὠῶν Anecd.Ludw.213.14, cf. Sud.s.u. νεοττεία.