ἐμπήκτης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_19)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπήκτης''': -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων [[ὑπηρέτης]] καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).
|lstext='''ἐμπήκτης''': -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων [[ὑπηρέτης]] καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ jur. [[clavador]], el que introducía los πινάκια de los jurados en las ranuras del κληρωτήριον Arist.<i>Ath</i>.64.2, 65.3, cf. Hsch.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπήκτης Medium diacritics: ἐμπήκτης Low diacritics: εμπήκτης Capitals: ΕΜΠΗΚΤΗΣ
Transliteration A: empḗktēs Transliteration B: empēktēs Transliteration C: empiktis Beta Code: e)mph/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who sticks up judicial notices, Arist.Ath.64.2, al.

German (Pape)

[Seite 812] ὁ, der Gesetze od. Verfügungen der Behörden öffentlich anheftet, um sie bekannt zu machen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπήκτης: -ου, ὁ ἐμπήγων ἐπὶ τοῦ πρὸς τοῦτο ξύλου πινακίδια δικαστικῶν ἀποφάσεων, «ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματείδια παρὰ τοῦ θεσμοφόρου λαμβάνων ὑπηρέτης καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα» Ἡσύχ., Ἀριστ. Πολιτ. Ἀθηναίων 95. 11., 98. 18 (ἔκδ. Blass).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. clavador, el que introducía los πινάκια de los jurados en las ranuras del κληρωτήριον Arist.Ath.64.2, 65.3, cf. Hsch.