ἔκφευξις: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_8)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκφευξις''': -εως, ἡ, [[ἀποφυγή]], «γλυτωμός», Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ. ἐν λέξει [[ἀλεωρή]]· ὁ [[τύπος]] [[ἔκφυξις]] εὕρηται παρὰ Συμμ. Ψαλμ. νδʹ, 9.
|lstext='''ἔκφευξις''': -εως, ἡ, [[ἀποφυγή]], «γλυτωμός», Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ. ἐν λέξει [[ἀλεωρή]]· ὁ [[τύπος]] [[ἔκφυξις]] εὕρηται παρὰ Συμμ. Ψαλμ. νδʹ, 9.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[escapatoria]] Apollon.<i>Lex</i>.254, ἐποίησα τὴν ἔκφευξίν μου Sm.<i>Ps</i>.54.9, Eus.M.23.477B, οὐ [[γάρ]] ἐστιν ἐπ' αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν <i>Apoc.En.Sync</i>.p.26.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκφευξις Medium diacritics: ἔκφευξις Low diacritics: έκφευξις Capitals: ΕΚΦΕΥΞΙΣ
Transliteration A: ékpheuxis Transliteration B: ekpheuxis Transliteration C: ekfefksis Beta Code: e)/kfeucis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A escape, Apollon.Lex. s.v. ἀλεωρή.

German (Pape)

[Seite 785] ἡ, das Entfliehen, Apoll. lex. H. v. ἀλεωρή.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφευξις: -εως, ἡ, ἀποφυγή, «γλυτωμός», Ἀπολλων. Λεξ. Ὁμ. ἐν λέξει ἀλεωρή· ὁ τύπος ἔκφυξις εὕρηται παρὰ Συμμ. Ψαλμ. νδʹ, 9.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
escapatoria Apollon.Lex.254, ἐποίησα τὴν ἔκφευξίν μου Sm.Ps.54.9, Eus.M.23.477B, οὐ γάρ ἐστιν ἐπ' αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν Apoc.En.Sync.p.26.