ἐκφλεγματόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(6_20)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφλεγμᾰτόομαι''': παθ., μεταβάλλομαι εἰς [[φλέγμα]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
|lstext='''ἐκφλεγμᾰτόομαι''': παθ., μεταβάλλομαι εἰς [[φλέγμα]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic., sent. dud., quizá [[hinchar]], o bien [[calentar mucho]], [[inflamar]] (ὄξος) τὰ μὲν γὰρ πικρὰ διαλύεται καὶ ἐκφλεγματοῦται μετεωριζόμενα ὑπ' [[αὐτοῦ]] Hp.<i>Acut</i>.61.
}}
}}

Revision as of 12:29, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφλεγμᾰτόομαι Medium diacritics: ἐκφλεγματόομαι Low diacritics: εκφλεγματόομαι Capitals: ΕΚΦΛΕΓΜΑΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: ekphlegmatóomai Transliteration B: ekphlegmatoomai Transliteration C: ekflegmatoomai Beta Code: e)kflegmato/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to turn into phlegm, Hp.Acut.61.

German (Pape)

[Seite 785] ganz zu Schleim werden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφλεγμᾰτόομαι: παθ., μεταβάλλομαι εἰς φλέγμα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.

Spanish (DGE)

medic., sent. dud., quizá hinchar, o bien calentar mucho, inflamar (ὄξος) τὰ μὲν γὰρ πικρὰ διαλύεται καὶ ἐκφλεγματοῦται μετεωριζόμενα ὑπ' αὐτοῦ Hp.Acut.61.