ἔνεσις: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_8)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνεσις''': -εως, ἡ, ([[ἐνίημι]]) [[ἔνθεσις]], [[ἐμβολή]], [[ἔνεσις]] φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· [[ἔγχυσις]], διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. [[ἔνεμα]].
|lstext='''ἔνεσις''': -εως, ἡ, ([[ἐνίημι]]) [[ἔνθεσις]], [[ἐμβολή]], [[ἔνεσις]] φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· [[ἔγχυσις]], διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. [[ἔνεμα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />medic. [[introducción]], [[inyección]], [[jeringación]] gener. por el ano, [[enema]] ἔ. φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp.<i>Art</i>.48, cf. Sor.3.2.185, ἀνάπλασσε τροχίσκους διαφόρους τῷ μεγέθει, ἡ τελεία ἔ. (δραχμὰς) δ' Gal.13.305, cf. Ruf. en Orib.8.24.14, ἔ. ἐλαίου πηγανίνου Archig. en Aët.6.39 (p.183), cf. Gal.8.42, Orib.<i>Syn</i>.9.14.1<br /><b class="num">•</b>por otras partes del cuerpo ἐνέσεσι ταῖς διὰ τοῦ οὐρητικοῦ πόρου Ael.Prom.65.30<br /><b class="num">•</b>ἄχρις ἂν ... δόξῃ ἡ ἔ. γενέσθαι en la descripción del funcionamiento de una jeringa, Hero <i>Spir</i>.2.18.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνεσις Medium diacritics: ἔνεσις Low diacritics: ένεσις Capitals: ΕΝΕΣΙΣ
Transliteration A: énesis Transliteration B: enesis Transliteration C: enesis Beta Code: e)/nesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐνίημι)

   A injection, φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. Art.48, cf. Hero Spir.2.18, Orib.Syn.9.14.1.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, das Hineinthun, Einspritzen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνεσις: -εως, ἡ, (ἐνίημι) ἔνθεσις, ἐμβολή, ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· ἔγχυσις, διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. ἔνεμα.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
medic. introducción, inyección, jeringación gener. por el ano, enema ἔ. φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp.Art.48, cf. Sor.3.2.185, ἀνάπλασσε τροχίσκους διαφόρους τῷ μεγέθει, ἡ τελεία ἔ. (δραχμὰς) δ' Gal.13.305, cf. Ruf. en Orib.8.24.14, ἔ. ἐλαίου πηγανίνου Archig. en Aët.6.39 (p.183), cf. Gal.8.42, Orib.Syn.9.14.1
por otras partes del cuerpo ἐνέσεσι ταῖς διὰ τοῦ οὐρητικοῦ πόρου Ael.Prom.65.30
ἄχρις ἂν ... δόξῃ ἡ ἔ. γενέσθαι en la descripción del funcionamiento de una jeringa, Hero Spir.2.18.