ἐνοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(6_2)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνοπλίζω''': [[προσαρμόζω]] εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.
|lstext='''ἐνοπλίζω''': [[προσαρμόζω]] εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[armar con]], [[tomar como arma]] c. ac. de obj. int. στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην Lyc.205<br /><b class="num">•</b>[[armar]] c. ac. de la parte εὔοπλος ἀνὴρ ... ἐνοπλίσει αὐτὸν (τὸν πόδα) Hippol.<i>Fr.in Gen</i>.71.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med. [[vestirse las armas]], [[armarse]] πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐνωπλίσαντο καὶ ὠρχήσαντο Ath.16a<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[armado]], [[preparado para el combate]] ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν LXX <i>Nu</i>.31.5, cf. 32.29, Aq.<i>Ex</i>.13.18, οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον κυρίου LXX <i>Io</i>.6.7, ἐνωπλισμένον ἄγγελον Ph.1.145<br /><b class="num">•</b>como sinón. de [[estar en campaña]], [[guerrear]] ἐν αὐτῇ γὰρ (χειμῶνος ὥρᾳ) οὔτε ἐνοπλίζονται οὔτε γεωργοῦσι Lyd.<i>Mens</i>.4.158.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοπλίζω Medium diacritics: ἐνοπλίζω Low diacritics: ενοπλίζω Capitals: ΕΝΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: enoplízō Transliteration B: enoplizō Transliteration C: enoplizo Beta Code: e)nopli/zw

English (LSJ)

   A adapt to... ὠλέναις πλάτην Lyc.205.    II Med., arm oneself, Ath.1.16a:—Pass., pf. part. -ωπλισμένος armed, Aq.Ex. 13.18.

German (Pape)

[Seite 849] ausrüsten, bewaffnen; Lycophr. 205; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοπλίζω: προσαρμόζω εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.

Spanish (DGE)

1 tr. armar con, tomar como arma c. ac. de obj. int. στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην Lyc.205
armar c. ac. de la parte εὔοπλος ἀνὴρ ... ἐνοπλίσει αὐτὸν (τὸν πόδα) Hippol.Fr.in Gen.71.
2 intr., en v. med. vestirse las armas, armarse πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐνωπλίσαντο καὶ ὠρχήσαντο Ath.16a
part. perf. pas. armado, preparado para el combate ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν LXX Nu.31.5, cf. 32.29, Aq.Ex.13.18, οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον κυρίου LXX Io.6.7, ἐνωπλισμένον ἄγγελον Ph.1.145
como sinón. de estar en campaña, guerrear ἐν αὐτῇ γὰρ (χειμῶνος ὥρᾳ) οὔτε ἐνοπλίζονται οὔτε γεωργοῦσι Lyd.Mens.4.158.