ἐντονία: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(6_9) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντονία''': ἡ, [[ἔντασις]], «τέντωμα», τῇ ὑπερβαλλούσῃ ἐντονίᾳ (τοῦ αἰδοίου) τιτρώσκει τὴν θήλειαν Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 46· εἰμὴ [[ἀναγνωστέον]] εὐτ-. | |lstext='''ἐντονία''': ἡ, [[ἔντασις]], «τέντωμα», τῇ ὑπερβαλλούσῃ ἐντονίᾳ (τοῦ αἰδοίου) τιτρώσκει τὴν θήλειαν Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 46· εἰμὴ [[ἀναγνωστέον]] εὐτ-. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[tensión]], [[erección]]del pene τῇ ὑπερβαλλούσῃ ἐντονίᾳ τιτρώσκει τὴν θήλειαν Horap.1.46 (cód.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ, = Lat.
A distentio penis, Horap.1.46 (v.l. εὐτ-).
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, Anspannung, Anstrengung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντονία: ἡ, ἔντασις, «τέντωμα», τῇ ὑπερβαλλούσῃ ἐντονίᾳ (τοῦ αἰδοίου) τιτρώσκει τὴν θήλειαν Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 46· εἰμὴ ἀναγνωστέον εὐτ-.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
tensión, ereccióndel pene τῇ ὑπερβαλλούσῃ ἐντονίᾳ τιτρώσκει τὴν θήλειαν Horap.1.46 (cód.).