τραγοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_17)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] τράγου, Σουΐδ. ἐν λέξ. Μένδην· «οὕτω καλοῦσι τὸν Πᾶνα Αἰγύπτιοι ὡς τραγοπρόσωπον, τῷ καὶ τὸν τράγον τῇ αὐτῶν διαλέκτῳ οὕτω καλεῖν».
|lstext='''τρᾰγοπρόσωπος''': -ον, ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] τράγου, Σουΐδ. ἐν λέξ. Μένδην· «οὕτω καλοῦσι τὸν Πᾶνα Αἰγύπτιοι ὡς τραγοπρόσωπον, τῷ καὶ τὸν τράγον τῇ αὐτῶν διαλέκτῳ οὕτω καλεῖν».
}}
{{eles
|esgtx=[[de cara de macho cabrío]]
}}
}}

Revision as of 10:32, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγοπρόσωπος Medium diacritics: τραγοπρόσωπος Low diacritics: τραγοπρόσωπος Capitals: ΤΡΑΓΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: tragoprósōpos Transliteration B: tragoprosōpos Transliteration C: tragoprosopos Beta Code: tragopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A goat-faced, Suid. s.v. Μένδην.

German (Pape)

[Seite 1133] mit einem Bocksgesicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον τράγου, Σουΐδ. ἐν λέξ. Μένδην· «οὕτω καλοῦσι τὸν Πᾶνα Αἰγύπτιοι ὡς τραγοπρόσωπον, τῷ καὶ τὸν τράγον τῇ αὐτῶν διαλέκτῳ οὕτω καλεῖν».

Spanish

de cara de macho cabrío