χαμαίμηλον: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(eksahir) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαίμηλον''': τό, φυτὸν καὶ [[ἄνθος]], «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26. | |lstext='''χᾰμαίμηλον''': τό, φυτὸν καὶ [[ἄνθος]], «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[camomila]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
τό,
A earth-apple, camomile, Orph.A.921. 2 = ἀνθεμὶς λευκή, Dsc.3.137, Plin.HN22.53. 3 = παρθένιον, Ps.-Dsc.3.138.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίμηλον: τό, φυτὸν καὶ ἄνθος, «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26.