τρισμέγιστος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_11) |
(eksahir) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισμέγιστος''': -η, -ον, τρὶς μέγιστος, [[σφόδρα]] μέγιστος, Νικήτ. 5. 280· μεταγεν., ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ, ἴδε Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 339. | |lstext='''τρισμέγιστος''': -η, -ον, τρὶς μέγιστος, [[σφόδρα]] μέγιστος, Νικήτ. 5. 280· μεταγεν., ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ, ἴδε Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 339. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[el tres veces máximo]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A thrice-greatest, title of the Egyptian Hermes (Thoth), CPHerm.125ii 8 (iii A. D.), OGI716 (Achmim, iii A. D.), Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Corp.Herm. passim. (The Egyptian title is translated μέγιστος καὶ μ. καὶ μ. in Wilcken Chr.109.6 (iii B. C.).)
Greek (Liddell-Scott)
τρισμέγιστος: -η, -ον, τρὶς μέγιστος, σφόδρα μέγιστος, Νικήτ. 5. 280· μεταγεν., ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ, ἴδε Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 339.