τράγημα: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(Bailly1_5)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />friandise de dessert, régal.<br />'''Étymologie:''' [[τραγεῖν]].
|btext=ατος (τό) :<br />friandise de dessert, régal.<br />'''Étymologie:''' [[τραγεῖν]].
}}
{{eles
|esgtx=[[golosinas]]
}}
}}

Revision as of 10:32, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγημα Medium diacritics: τράγημα Low diacritics: τράγημα Capitals: ΤΡΑΓΗΜΑ
Transliteration A: trágēma Transliteration B: tragēma Transliteration C: tragima Beta Code: tra/ghma

English (LSJ)

[ᾰγ], ατος, τό, mostly in pl.,

   A like τρωγάλια, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Ar.Ach.1091, Ra.510, X.An.2.3.15, Diocl.Fr.141, POxy.1070.31 (iii A. D.), etc.; ὀνομάζω τ. τὰ παρὰ τὸ δεῖπνον ἐσθιόμενα τῆς ἐπὶ τῷ πίνειν ἡδονῆς ἕνεκα Gal.6.550; called δευτέρα τράπεζα, Arist.Fr.104; κάρυα καὶ τ. Clearch.Com.4; κάρυα καὶ . . καστάναια καὶ κυάμους Αἰγύπτου . . καὶ εἴ τινα ἄλλα τ. IG22.1013.20 (ii B. C.); καὶ τ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Pl.R.372c: metaph., Lyc.Fr.3; τ. τῶν λόγων D.H. Rh.10.18: less freq. in sg., Alex.250, Diph.79, Crobyl.9, Arist. l. c., Aret.CD1.2.

German (Pape)

[Seite 1132] τό, Knupperwerk, zum Nachtisch gegeben, Nüsse, Mandeln, Zuckergebäck, dragées; meist im plur.; Ar. Ach. 1056 Plut. 190. 996; Xen. An. 2, 3, 15. 5, 3, 9; Plat. Rep. II, 372 c; auch übtr., τραγήματα τῶν λόγων, D. Hal. rhet. 10, 18.

Greek (Liddell-Scott)

τράγημα: [ᾰ], τό, κυρίως, τὸ χάριν τέρψεως τρωγόμενον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὰ τρωγάλια, ξηροὶ καρποὶ ἐσθιόμενοι μετὰ τὴν κυρίαν τροφήν, ὡς ἐπιδόρπια, Λατ. bellaria, Γαλλ. dra?ées, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1091, Βάτρ. 510, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· καλοῦνται καὶ δευτέρα τράπεζα, Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 100, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοίοις» 1· κάρυα καὶ τρ. Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1· κάρυα καί... καστάναια καὶ κυάμους Αἰγυπτίους... καὶ εἴ τινα ἄλλα τρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 20· καὶ τρ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Πλάτ. Πολ. 372C· - μεταφορ., τ. τῶν λόγων Διον. Ἁλ. π. Ῥητ. σελ. 393· - σπάν. ἐν τῷ ἑνικ., Ἄλεξις ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Δίφιλ. ἐν «Τελεσίᾳ» 1, Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
friandise de dessert, régal.
Étymologie: τραγεῖν.

Spanish

golosinas