χρησμοδοτέω: Difference between revisions
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(6_5) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρησμοδοτέω''': δίδω χρησμούς, [[Πολυδ]]. Α΄ , 17, Εὐμάθ. 10. 14. - Παθ., [[λαμβάνω]] ἀπόκρισιν ἐκ μαντείου, [[λαμβάνω]] χρησμόν, Κλήμ. Ρώμ. 55, Συλλ. Ἐπιγρ. 4539. | |lstext='''χρησμοδοτέω''': δίδω χρησμούς, [[Πολυδ]]. Α΄ , 17, Εὐμάθ. 10. 14. - Παθ., [[λαμβάνω]] ἀπόκρισιν ἐκ μαντείου, [[λαμβάνω]] χρησμόν, Κλήμ. Ρώμ. 55, Συλλ. Ἐπιγρ. 4539. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[profetizar]], [[dar oráculos]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:33, 22 August 2017
English (LSJ)
A give oracles, Poll.1.17:—Pass., receive an oracular response, CIG4539 (Palestine); aor. inf. written -ισθῆναι (as if from -ίζω) Ps.-Callisth.3.17 cod.Leid.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel ertheilen, prophezeihen, Sp., Poll.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοδοτέω: δίδω χρησμούς, Πολυδ. Α΄ , 17, Εὐμάθ. 10. 14. - Παθ., λαμβάνω ἀπόκρισιν ἐκ μαντείου, λαμβάνω χρησμόν, Κλήμ. Ρώμ. 55, Συλλ. Ἐπιγρ. 4539.