Λευΐτης: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />lévite.<br />'''Étymologie:''' mot hébreu.
|btext=ου (ὁ) :<br />lévite.<br />'''Étymologie:''' mot hébreu.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[Λευΐ]]; a Levite, i.e. [[descendant]] of Levi: Levite.
}}
}}

Revision as of 17:52, 25 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Λευΐτης: -ου, ὁ, τάξις ἱερατικὴ παρ’ Ἰουδαίοις ἐκ τῶν ἀπογόνων τοῦ Λευῒ υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, ἐν στενωτέρᾳ δὲ σημασίᾳ Λευῖται ὠνομάζοντο οἱ βοηθοὶ ἱερέων, ὡς μὴ ὄντες ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἀαρών, ὑπηρέτουν δὲ τοὺς ἱερεῖς εἰς τὰς κατωτέρας τοῦ ναοῦ ἐργασίας, κτλ., ἴδε Κοντογόν. Ἐγχειρίδ. Ἑβρ. Ἀρχαιολ. σ. 8, 119, 310, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 32, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lévite.
Étymologie: mot hébreu.

English (Strong)

from Λευΐ; a Levite, i.e. descendant of Levi: Levite.