σκίουρος: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(6_14) |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκίουρος''': ὁ, (οὐρὰ) [[κυρίως]] ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ [[ζῷον]] ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ [[καμψίουρος]], [[ἵππουρος]]. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ. | |lstext='''σκίουρος''': ὁ, (οὐρὰ) [[κυρίως]] ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ [[ζῷον]] ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ [[καμψίουρος]], [[ἵππουρος]]. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{Gaffiot | |||
|gf=<b>scĭūrus</b>, ī, m. ([[σκίουρος]]), écureuil : Plin. 8, 138. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:03, 10 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (οὐρά) prop.
A shadow-tail, i.e. squirrel, Opp.C.2.586; cf. Plin.HN8.138.
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, das Eichhörnchen, weil es sich mit seinem breiten aufwärtsgeschlagenen Schwanze Schatten zu machen scheint, Ael. u. Opp. C. 2, 586, auch καμψίουρος u. ἵππουρος.
Greek (Liddell-Scott)
σκίουρος: ὁ, (οὐρὰ) κυρίως ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ ζῷον ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ καμψίουρος, ἵππουρος. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ.
Latin > French (Gaffiot 2016)
scĭūrus, ī, m. (σκίουρος), écureuil : Plin. 8, 138.