ἄξεινος
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
English (LSJ)
ον, Ion. for ἄξενος, q.v. ἀξ-έμεν, ἀνω-έμεναι, v. sub ἄγω.
German (Pape)
[Seite 269] ion. = ἄξενος, Hesiod. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἄξεινος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἄξενος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἄξενος.
Spanish (DGE)
v. ἄξενος.
Greek Monolingual
ἄξεινος, -ον ιων. (Α)
βλ. άξενος.
Greek Monotonic
ἄξεινος: -ον, Ιων. αντί ἄ-ξενος.