ἀνεπόπτευτος

From LSJ
Revision as of 14:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπόπτευτος Medium diacritics: ἀνεπόπτευτος Low diacritics: ανεπόπτευτος Capitals: ΑΝΕΠΟΠΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anepópteutos Transliteration B: anepopteutos Transliteration C: anepopteftos Beta Code: a)nepo/pteutos

English (LSJ)

ον,

   A not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.

German (Pape)

[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha sido admitido a la ἐποπτεία (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπόπτευτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος στον οποίο δεν ασκείται εποπτεία
αρχ.
αυτός ο οποίος δεν έγινε δεκτός ανάμεσα στους επόπτες, τους μύστες των Ελευσίνιων.