ἄστονος

From LSJ
Revision as of 17:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστονος Medium diacritics: ἄστονος Low diacritics: άστονος Capitals: ΑΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: ástonos Transliteration B: astonos Transliteration C: astonos Beta Code: a)/stonos

English (LSJ)

ον,

   A without sighs, πότος ἄ. a potion to chase away sighs, dub. in Anacreont. 50.6, cf. Max. Tyr.3.9.    II (ἀ- intens.) = μεγαλόστονος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 376] (στένω), 1) ohne Klage; aber bei Aesch. Sept. 839 ναύστολος ἄστ., mit Klagen erfüllt. S. ἄστολος. – 2) πότος, Klagen verscheuchend, Anacr. 55, 6.

Spanish (DGE)

-ον
1 contrario a los gemidos, que trae alegría πότος Anacreont.56.6, ἡδονή Max.Tyr.32.9, cf. Hsch.
2 lastimero Hsch.

Greek Monolingual

ἄστονος, -ον (Α) στένω
1. ο χωρίς στεναγμούς, αυτός που αποδιώχνει τους στεναγμούς
2. ο πολυστέναχτος, αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς.

Russian (Dvoretsky)

ἄστονος: 1) разгоняющий стоны, т. е. веселящий (πότος Anacr.);
2) полный стонов (θεωρίς Aesch. - v. l. к ναύστολος).