μεγαλόστονος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
μεγαλόστονον, most piteous, πήματα A.Pr.413 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 107] von großen Seufzern, sehr zu beseufzen, πῆμα, Aesch. Prom. 411; Hesych. v. ἄστονον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait pousser de grands gémissements.
Étymologie: μέγας, στένω.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόστονος: исторгающий отчаянные стоны (πήματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόστονος: -ον, ὁ μεγάλους προξενῶν στεναγμούς, πολύστονος, πῆμα Αἰσχύλ. Πρ. 411.
Greek Monolingual
μεγαλόστονος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί-στονος, βαρύ-στονος].
Greek Monotonic
μεγᾰλόστονος: -ον, πολύ αξιοθρήνητος, ο πλέον άξιος οίκτου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μεγᾰλό-στονος, ον
very lamentable, most piteous, Aesch.