μεγαλόστονος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόστονος Medium diacritics: μεγαλόστονος Low diacritics: μεγαλόστονος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: megalóstonos Transliteration B: megalostonos Transliteration C: megalostonos Beta Code: megalo/stonos

English (LSJ)

μεγαλόστονον, most piteous, πήματα A.Pr.413 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 107] von großen Seufzern, sehr zu beseufzen, πῆμα, Aesch. Prom. 411; Hesych. v. ἄστονον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait pousser de grands gémissements.
Étymologie: μέγας, στένω.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόστονος: исторгающий отчаянные стоны (πήματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόστονος: -ον, ὁ μεγάλους προξενῶν στεναγμούς, πολύστονος, πῆμα Αἰσχύλ. Πρ. 411.

Greek Monolingual

μεγαλόστονος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί πολλούς στεναγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στόνος (< στένω «στενάζω, κλαίω»), πρβλ. αλί-στονος, βαρύ-στονος].

Greek Monotonic

μεγᾰλόστονος: -ον, πολύ αξιοθρήνητος, ο πλέον άξιος οίκτου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μεγᾰλό-στονος, ον
very lamentable, most piteous, Aesch.