ἀκαμπτόπους

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαμπτόπους Medium diacritics: ἀκαμπτόπους Low diacritics: ακαμπτόπους Capitals: ΑΚΑΜΠΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: akamptópous Transliteration B: akamptopous Transliteration C: akamptopous Beta Code: a)kampto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with unbending foot, ἐλέφαντες Nonn.D. 15.148.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμπτόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν πόδα, ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.

Spanish (DGE)

-ουν que no dobla el pie ἐλέφαντες Nonn.D.15.148.

Greek Monolingual

ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)
εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαμπτος + πούς.