ἄνισον
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
τό,
A v. ἄννησον.
German (Pape)
[Seite 238] τό, Anis, Theophr. u. Sp., mit ἄνηθον u. ἄνησον verwandt, vgl. Schol. Theocr. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῑσον: τό, τὸ νῦν γλυκάνισον ἢ «ἀνασόνι» καλούμενον, Διοσκ. 3. 65· συγγενὲς πρὸς τὸ ἄνηθον· πρβλ. Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 63.
Spanish (DGE)
v. ἄννησον.
Greek Monolingual
ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM)
βλ. άνησον.