αγαυός
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
ἀγαυός, -ή, -όν (Α)
1. ένδοξος, ευγενής στην καταγωγή
2. (για πράγματα) εξαίρετος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λέξη πρέπει να συνδέεται με το ἄγαμαι. Προέρχεται πιθ. από τύπο ἀγα-Fός (Schwyzer), το δε υ (ἀγαυός) οφείλεται στον αιολικό φωνηεντισμό].