Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-ές
αυτός που δεινοπαθεί άδικα, χωρίς να φταίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + -παθής < αορ. ἔπαθον του πάσχω (πρβλ. ευπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής κ.ά.)].