αισχρολόγος

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

ο (Α αἰσχρολόγος)
αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αισχρός + λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ
νεοελλ.
αισχρολογικός].