αμφιγονία

From LSJ
Revision as of 11:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196

Greek Monolingual

η (Βιολ.)
ένας από τους δύο τρόπους αναπαραγωγής τών οργανισμών κατά τον οποίο, σε αντίθεση προς τη μονογονία, απαιτείται η παρουσία δύο ειδικών ατόμων ή κυττάρων αυτά συνήθως παρουσιάζουν μεταξύ τους μορφολογικές διαφορές και λέγονται γαμέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμφι- + -γονία < γόνος, πρβλ. αγγλ. amphigony].