δυσαίων

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαίων Medium diacritics: δυσαίων Low diacritics: δυσαίων Capitals: ΔΥΣΑΙΩΝ
Transliteration A: dysaíōn Transliteration B: dysaiōn Transliteration C: dysaion Beta Code: dusai/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ,

   A most miserable, Trag. only lyr., A.Th.926 (prob.), S.OC151; αἰὼν δ. a life that is no life, E.Hel.213; δ. ὁ βίος Id.Supp.960.

German (Pape)

[Seite 675] ωνος, unglücklich lebend; Soph. O. C. 149 u. sp. D.; αἰών u. βίος δ ., Unglücksleben, Eur. Hel. 214 Suppl. 960.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, διάγων ζωὴν δύσκολον, δυστυχής, Αἰσχύλ. Θήβ. 927 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Κ. 150· αἰὼν δυσαίων, ζωὴ ἀθλία, βίος ἀβίωτος, Εὐρ. Ἑλ. 214· δυσαίων δ’ ὁ βίος ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 960· - πρβλ. ἀβίωτος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
dont la vie est malheureuse, infortunée.
Étymologie: δυσ-, αἰών.

Spanish (DGE)

-ωνος
1 muy desgraciadode Edipo, S.OC 151, αἰών E.Hel.213, ὁ βίος E.Supp.960, μόρος Lyc.1076, χήρη AP 7.475 (Diotim.), οἴμοι δ. ¡ay de mí, desgraciada! Lyc.314.
2 funesto, aciago μοῖρα Milet 6(2).736 (II a.C.).

Greek Monolingual

δυσαίων, ο, η (Α)
δυστυχισμένος («δυσαίων αἰών» — άθλια ζωή).

Greek Monotonic

δυσαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που διάγει δύσκολη ζωή, πλέον δυστυχής, δυστυχισμένος, κακομοίρης, σε Αισχύλ., Σοφ.· αἰὼν δυσαίων, μια ζωή που δεν είναι ζωή, ζωή ψευτοζωή, βίος αβίωτος, σε Ευρ.