διαπιδύω

From LSJ
Revision as of 18:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπῑδύω Medium diacritics: διαπιδύω Low diacritics: διαπιδύω Capitals: ΔΙΑΠΙΔΥΩ
Transliteration A: diapidýō Transliteration B: diapidyō Transliteration C: diapidyo Beta Code: diapidu/w

English (LSJ)

   A ooze through, διὰ τῶν πόρων Arist.GA743a9, cf.Hp.Nat. Puer.21.

German (Pape)

[Seite 595] durchseihen, durchschlagen; οἱ ὑψηλοὶ τόποι διαπιδύουσι τὸ ὕδωρ Arist. Meteor. 1, 13; intr., durchsickern, διὰ τῶν φλεβῶν, gener. anim. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαπῑδύω: [ῡ], διεκρέω ἢ διεξέρχομαι ἡσύχως, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 6, 19.

Spanish (DGE)

penetrar entre los poros, filtrarse, trasudar διὰ μὲν οὖν τῶν φλεβῶν ... ἡ τροφή, καθάπερ ... τὸ ὕδωρ Arist.GA 743a9, τὸ γὰρ διαπιδύειν δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶσαι Phlp.in GA 110.7, cf. 111.17, Hsch.

Greek Monolingual

διαπιδύω) πιδύω
ρέω αργά μέσα από τους πόρους του σώματος
αρχ.
διυλίζω, διηθώ.

Russian (Dvoretsky)

διαπῑδύω: просачиваться (διὰ τῶν πόρων Arst.).