ἐνδιήκω

From LSJ
Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιήκω Medium diacritics: ἐνδιήκω Low diacritics: ενδιήκω Capitals: ΕΝΔΙΗΚΩ
Transliteration A: endiḗkō Transliteration B: endiēkō Transliteration C: endiiko Beta Code: e)ndih/kw

English (LSJ)

   A pervade, as the essence pervades the individuals of a class, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E. M.8.41.

German (Pape)

[Seite 834] sich hindurch erstrecken, darin sein, gezt. Emp. adv. math. 8, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιήκω: διήκω ἔν τινι, εἰσχωρῶ, διέρχομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41.

Spanish (DGE)

fil. penetrar, traspasar, extenderse ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου Placit.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.M.8.41.

Greek Monolingual

ἐνδιήκω (Α)
εκτείνομαι ανάμεσα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιήκω: проходить насквозь: αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες Sext. общности, которыми пронизаны единичные предметы.