δυσδιοίκητος
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
English (LSJ)
ον,
A hard to manage, J.BJ2.16.4, Poll.5.105 (vulg. -ητικός). II hard to digest, Xenocr.31, Sor.1.93.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu verwalten; Poll. 5, 105, wo v. l. δυσδιοικητικός; schwer zu verdauen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιοίκητος: -ον, δυσκόλως διοικούμενος, Πολυδ. Ε΄, 105 (κοιν. δυσδιοικητικός). ΙΙ. δύσπεπτος, ὀνίσκος Ξενοκρ. 31.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de administrar, de preservar τὸ τῆς θρησκείας ἄκρατον I.BI 2.391
•difícil de manejar Poll.5.105.
2 medic. difícil de digerir, indigesto, de difícil asimilación de alimentos κεστρεύς Xenocr.10, χυμός Archig.71L., τὸ γάλα Sor.2.9.103, 10.8, κρέα Sor.2.10.48, ἡ τροφή Sor.2.17.22, cf. Aët.4.50, κριθαί Hippiatr.1.16.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσδιοίκητος, -ον)
αυτός που διοικείται με δυσκολία
αρχ.
δύσπεπτος.