ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
το, Ν1. βοτ. το φυτό ψάθα2. ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γείσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι)].