ψαθάκι

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. το φυτό ψάθα
2. ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδάκι)].