ψευδοδίκταμνον
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό,
A false dittany, Ballota acetabulosa, Hp.Nat.Mul.32, Thphr.HP9.16.2, Dsc.3.32.
German (Pape)
[Seite 1394] τό, falsches, unächtes δίκταμνον, Hippocr., Diosc.
Greek Monolingual
το, και ψευδοδίκταμνος, ο, ΝΑ
είδος του φυτού βαλλωτή, κν. γνωστό σήμερα στην Κρήτη ως μαυρόμαργο ή ασπροπικροπάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δίκταμ(ν)ον].