ψευδοεπής
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
German (Pape)
[Seite 1394] ές, falsch, unwahr redend, lügend, Sp.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψευδολόγος, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].