ψευδοεπής

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source

German (Pape)

[Seite 1394] ές, falsch, unwahr redend, lügend, Sp.

Greek Monolingual

-ές, Α
ψευδολόγος, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετροεπής].