ὠχραντικός

From LSJ
Revision as of 17:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχραντικός Medium diacritics: ὠχραντικός Low diacritics: ωχραντικός Capitals: ΩΧΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōchrantikós Transliteration B: ōchrantikos Transliteration C: ochrantikos Beta Code: w)xrantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A making pale or wan, only in Adv. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, of jaundiced patients, who see everything with a yellow tinge, S.E.M.7.192, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχραντικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα ὠχρόν, μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, ἐπὶ τὼν ἰκτερικῶν οἵτινες τὰ πάντα βλέπουσιν ἔχοντα χροιάν τινα ὠχράν. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192, 198.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὠχραίνω
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό.
επίρρ...
ὠχραντικῶς Α
(ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό.