ψυκτήρας
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Greek Monolingual
ο / ψυκτήρ, -ῆρος, ΝΑ
νεοελλ.
ψυκτικός θάλαμος ψυγείου
αρχ.
1. σκεύος γεμάτο νερό όπου διατηρούσαν το κρασί δροσερό
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος μεγάλου ποτηριού
3. είδος αγγείου κατάλληλου για την ψύξη γάλακτος, ψυγός
4. στον πληθ. οἱ ψυκτήρες
σκιεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. σφιγκ-τήρας)].