αγιοποιώ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)
νεοελλ.
ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του
μσν.
καθαγιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἁγιοποιός.
ΠΑΡ. αγιοποίηση].