αγνεία
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
η (Α ἁγνεία) ἀγνεύω
καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία
μσν.
αγαμία
αρχ.
1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων
2. στον πληθ. αἱ ἁγνεῖαι
τελετές καθαρμού, εξαγνισμού.