άγνυμι
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
ἄγνυμι (Α)
1. θραύω, συντρίβω, σπάζω
2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα
3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fάγ-νυ-μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω, σχίζω) και ίσως και με το λατ. vāgīna (= όριο).
ΠΑΡ. ἄγανος, ἀγή, ἄγμα, ἀγμός.
ΣΥΝΘ. ἀαγής, ἐξάγνυμι, κατάγνυμι, συνάγνυμι.