Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
ἐπήορος, -ον (Α)
1. μετέωρος
2. αυτός που υψώνεται πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ήορος (ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. αερ- (πρβλ. αήρ) του ρ. αείρω «σηκώνω»)].